- θειαφιστήρι
- το опыливатель, аппарат для опыливания серой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θειαφιστήρι — το συσκευή με την οποία γίνεται το θειάφισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θειαφίζω + επίθημα τήρι(ον), (πρβλ. θυμιατήρι(ον), κλαδευτήρι)] … Dictionary of Greek
θειαφιστήρι — το ιού, εργαλείο με το οποίο γίνεται το θειάφισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θειωτήρας — ο [θειώ (ΙΙ)] (γεωπ·) γεωργικό εργαλείο με το οποίο διασκορπίζεται θείο σε μορφή σκόνης στα εναέρια τμήματα διαφόρων καλλιεργούμενων φυτών για την καταπολέμηση διαφόρων ασθενειών, κν. θειαφιστήρι … Dictionary of Greek